Στο ακουστικό


«Ναι γεια σας εγώ είμαι ξανά που σας πήρα πριν, με ακούτε;» αντήχησε η γέρικη φωνή   στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Η υπάλληλος του τμήματος εξυπηρέτησης πελατών έβγαλε μια κραυγή αγανάκτησης. '' Ωχ αυτός είναι πάλι! γιατί θεέ μου σε μένα;''
« Ναι σας ακούω κύριε Κουφίδη μου...μακάρι να με ακούγατε κι εσείς» του απάντησε με το formal ύφος που απαιτούσε η δουλεία της. Όχι δεν υπήρξε λάθος στον τόνο. Η δουλοπρεπής δουλειά της.
«ε; τι είπατε;» ακούστηκε στο βάθος.

«Τίποτα κύριε, πείτε μου...σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη και πάλι;»

«Να ξέρετε, μου είπατε ότι το μηχάνημα μου θα έρθει σήμερα αλλά το κούριερ δεν έχει φανεί ακόμα και....»

«Κύριε Κουφίδη μου,δεν τα είπαμε χτες; Δεν σας εξήγησα αναλυτικά πως η εταιρία κούριερ που συνεργαζόμαστε δεν παρέχει πληροφόρηση για την ακριβή ώρα που θα έρθει ο οδηγός στον χώρο σας κι ότι θα περιμένετε όλη μέρα 9 με 5;»

«Τι του λες βρε του ανθρώπου! ΟΛΗ ΜΕΡΑ 9 με 5;;;»  αντήχησε σ΄ όλη την αίθουσα η βροντερή φωνή του προϊσταμένου της που την άκουσε.

“Ε ναι! όλη μέρα 9 με 5! αφού η μέρα διαρκεί μέχρι τις 5 τώρα που είναι χειμώνας. Μετά τις 5 βραδιάζει και είναι νύχτα! Δεν είναι ευφυολόγημα, την αλήθεια λέω στον πελάτη! Μετά τις 5 που σχολάω είναι νύχτα κι όταν γυρίζω σπίτι δεν έχω όρεξη ούτε δουλειές να κάνω. Αλί σε μας που δεν βρήκαμε πλούσιο άντρα για να καθόμαστε και να απολαμβάνουμε τον ήλιο, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύουμε. Αλί σε μένα που χρειάζεται κάθε μέρα να υπομένω κάθε λογής ανισόρροπο να μου σούρνει τα εξ αμάξης επειδή δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει στη μίζερη ζωή του! Κι όλα αυτά για να συντηρώ τις ψευτοασχολίες μου και να μένω ακόμα με τους γονείς μου!”

«Να ξέρετε…δεσποινίς» η φωνή του πελάτη διέκοψε τις σκέψεις της. « Είναι η ώρα του φαγητού και πρέπει να πάω στο εστιατόριο να φάω, γι αυτό σας κάλεσα. Τώρα τι να κάνω, να περιμένω το κούριερ;» συνέχισε ο πελάτης με χαμηλότερο τον τόνο της φωνής του αυτή την φορά.

Άφησε κάτω την λίμα της κι ελαχιστοποίησε το παράθυρο με τον κατάλογο καλλυντικών που είχε ανοιχτό στον υπολογιστή της. Η ώρα του φαγητού; στο εστιατόριο; Της ήρθε αστραπιαία η εικόνα στο μυαλό της. Ένας άνθρωπος που δεν έχει κανένα στον κόσμο να του μαγειρεύει και να τον φροντίζει. Σαν αυτούς τους γεράκους που τους βλέπεις να τρώνε μόνοι τους στα καφενεία, κάθε μέρα την ίδια ώρα. Αυτόματα θυμήθηκε εκείνο το διήγημα που διδάχτηκαν στο λύκειο και την είχε συγκινήσει: “Τα χταποδάκια” του Καραγάτση. Πω πω πόσο θυμόταν τον ήρωα του διηγήματος, τον Παναγιωτάκη, έναν άνθρωπο περιθωριακό που προσπαθούσε αποτυχημένα να συνάψει διαπροσωπικές σχέσεις στο καφενείο που σύχναζε, προσφέροντας τα χταποδάκια του. Κανείς όμως δεν εκτίμησε το κέρασμα του μοναχικού ανθρώπου που είχαν συνηθίσει να βρίζουν και να απαξιούν. Κατέληξαν να πετάξουν τον Παναγιωτάκη έξω απ΄το μαγαζί και τα χταποδάκια του τα έφαγε η παγωνιά του δρόμου. Έτσι κι αυτός ο κύριος Κουφίδης, ο βαρήκοος γέρος που τους είχε ζαλίσει στα τηλέφωνα, με αυτή του την φράση, της θύμισε τον ήρωα στο αφήγημα του Καραγάτση.
Ξανάφερε την συνομιλία στο μυαλό της από διαφορετική σκοπιά αυτή τη φορά:

Ναι εγώ είμαι πάλι. Συγνώμη για την ενόχληση αλλά να…είμαι βαρήκοος γιατί δεν άκουσα κανέναν αληθινά στη ζωή μου. Τώρα δειπνώ κάθε μέρα μόνος μου στη συνοικιακή ταβέρνα. Έτσι για να ακούω φωνές και να μην αισθάνομαι τόσο απελπιστικά μόνος. Και μετά γυρνώ στο σπίτι και καλώ εσάς στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση…γιατί δεν έχω κανέναν άλλον να καλέσω για να με ακούσει. Ακούστε με σας παρακαλώ. Ακούστε με! Γίνομαι αγενής κι εκνευριστικός αλλά δεν το θέλω. Απλά δεν ξέρω άλλο τρόπο να επικοινωνώ. Ίσως γι αυτό και ποτέ μου δεν κατάφερα να με αγαπήσουν. Γι αυτό τρώω μονάχος. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά… έτσι;

«Μην ανησυχείτε κύριε Κουφίδη. Αφήστε να το διευθετήσω εγώ.» του απάντησε η υπάλληλος κι έκλεισε την γραμμή. Πλησίασε το γραφείο του κατά πέντε χρόνια νεότερου μεν, αλλά κατά τ΄ άλλα προϊσταμένου της. Εμ δεν της φώναξε άδικα και κείνος. Άλλο ο χαβαλές στο διάλειμμα κι άλλο ο ρόλος που έπρεπε να διατηρήσει μέσα στο τμήμα. Δυστυχώς σπάνια αντιλαμβανόμαστε αυτές τις λεπτές γραμμές και τα παίρνουμε όλα προσωπικά.

« Έχεις δίκιο, του μίλησα άσχημα του πελάτη. Τώρα επειδή δεν είναι σωστό να περιμένει όλη μέρα τον κούριερ, μπορούμε να το διαχειριστούμε εμείς;»
Ο προϊστάμενος της έκανε ένα θετικό νεύμα χαμογελώντας. Γύρισε στο γραφείο της και μπήκε στην καρτέλα του πελάτη ψάχνοντας τα στοιχεία του. Κάλεσε το ανθοπωλείο: «Ναι καλησπέρα σας, μπορείτε να στείλετε μια γλάστρα από μενεξέδες στην παρακάτω διεύθυνση; Γράψτε στην κάρτα τα εξής:

Κάποιος σ΄αγαπάει και με έστειλε να σου κάνω συντροφιά
Όσο περισσότερο με φροντίζεις και μου μιλάς γλυκά, τόσο
περισσότερο θα ανθίζω κι εγώ για σένα…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου